- ηθογραφώ
- (ε) μετ. , αμετ. правдиво, но поверхностно изображать быт, нравы, характеры
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηθογραφώ — (AM ἠθογραφῶ, έω) [ηθογράφος] ασχολούμαι με την ηθογραφία, περιγράφω, απεικονίζω με τον γραπτό λόγο ήθη, χαρακτήρες προσώπων ή ομάδων αρχ. απεικονίζω σε ζωγραφικό πίνακα το ήθος, τον χαρακτήρα ή την έκφραση κάποιου … Dictionary of Greek
ηθογραφώ — ασχολούμαι με την ηθογραφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηθογράφημα — το [ηθογραφώ] λογοτεχνικό κυρίως ή, κατ επέκτ., και καλλιτεχνικό έργο που περιγράφει ήθη, έθιμα και χαρακτήρες προσώπων ή απεικονίζει σκηνές τού καθημερινού βίου ενός ατόμου ή λαού σε ορισμένο τόπο και εποχή … Dictionary of Greek